ποτίσδω

ποτίσδω
ποτίσδω, [dialect] Dor. for ποτίζω, Theoc.1.121.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποτίσδω — Α (δωρ. τ.) βλ. ποτίζω …   Dictionary of Greek

  • ποτίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίσδω Α [πότος] 1. δίνω σε κάποιον να πιει κάτι, συνήθως νερό (α. «ποτίζω τα άλογα» β. «οἶνον ὑποζυγίοις ποτίζειν», Αιν. Τακτ.) 2. (για φυτό ή γη) αρδεύω νεοελλ. 1. αναγκάζω ή παρασύρω κάποιον να πιει κάτι, συνήθως βλαβερό («τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”